ποτίθεσις

ποτίθεσις
-έσεως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) η πρόσθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + θέσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσθεση — η / πρόσθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α [προστίθημι] 1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ. β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”